Πρωτοχρονιά σήμερα. Την περίμενε πώς και πώς. Από
τότε που ήταν παιδί.
Είχε μια μαγεία αυτή η μέρα. Τα καλούδια επάνω στο τραπέζι. Τα δώρα. Και τέλος το φλουρί της βασιλόπιτας. Αχ με την ανυπομονησία περίμενε το κόψιμο της βασιλόπιτας!!! Κι ούτε ήξερε γιατί.
Αν γυρίσει το χρόνο πίσω και ψάξει στα χρονοντούλαπα των αναμνήσεων ίσως να πονέσει. Ο πόνος κρατά τη μνήμη ζωντανή. Είχε ανάγκη να πονέσει. Να νιώσει ευγνωμοσύνη που πόνεσε.
Αν υπάρχει ευτυχία στη ζωή, ήταν εκείνες οι στιγμές, σκέφτεται τώρα. Και λυπάται, πολύ λυπάται, που δεν το ήξερε τότε, να τις ζήσει πιο δυνατά, πιο απόλυτα.
Πρέπει να τις θυμηθώ μία μία, σκέφτεται πάλι, να τις ζήσω ξανά, να τις κάνω καταδικές μου, μπορώ άραγε; Αυτό το επιτρέπει ο χρόνος;
Όμως τις παίρνει κάποιος και τις γεμίζει ομίχλη θαμπή.
Είχε μια μαγεία αυτή η μέρα. Τα καλούδια επάνω στο τραπέζι. Τα δώρα. Και τέλος το φλουρί της βασιλόπιτας. Αχ με την ανυπομονησία περίμενε το κόψιμο της βασιλόπιτας!!! Κι ούτε ήξερε γιατί.
Αν γυρίσει το χρόνο πίσω και ψάξει στα χρονοντούλαπα των αναμνήσεων ίσως να πονέσει. Ο πόνος κρατά τη μνήμη ζωντανή. Είχε ανάγκη να πονέσει. Να νιώσει ευγνωμοσύνη που πόνεσε.
Αν υπάρχει ευτυχία στη ζωή, ήταν εκείνες οι στιγμές, σκέφτεται τώρα. Και λυπάται, πολύ λυπάται, που δεν το ήξερε τότε, να τις ζήσει πιο δυνατά, πιο απόλυτα.
Πρέπει να τις θυμηθώ μία μία, σκέφτεται πάλι, να τις ζήσω ξανά, να τις κάνω καταδικές μου, μπορώ άραγε; Αυτό το επιτρέπει ο χρόνος;
Όμως τις παίρνει κάποιος και τις γεμίζει ομίχλη θαμπή.
Και πάει στις φωτογραφίες. Τα δάχτυλά της σφίγγουν τις φωτογραφίες. Σαν
να τις φοβάται. Τον φοβάται τον πόνο που ίσως θα νιώσει βλέποντας τις
φωτογραφιες. Τις κοίταζε με άλλο βλέμμα. Κι ας μην το καταλάβαινε
ακριβώς.
Ήταν σίγουρη πως το βλέμμα αυτό ήταν χωνεμένο
μέσα στο τοπίο,
εκείνο το τοπίο της ευτυχίας. Και δεν την ενδιέφερε να το αναλύσει αυτό.
Φτάνει που το ζούσε με την καρδιά της.